αλεξανδρειανός

αλεξανδρειανός
και -ντρειανός, -ή, -ό (Α ἀλεξανδρειανός, -ή, -ὸν) [Ἀλεξάνδρεια]
αλεξανδρινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σωτήριχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχαίος Έλληνας επικός ποιητής από τη Λιβύη. Έζησε την εποχή του Διοκλητιανού, τον 3o μ.Χ. αι. για τον οποίο και έγραψε εγκώμιο. Το σπουδαιότερο έργο του είναι το μυθολογικό έπος Βασσαρικά, σε τέσσερα βιβλία. Άλλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”